- υπόξανθος
- -η, -οκάπως ξανθός, ξανθωπός, ξανθούτσικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑπόξανθος — yellowish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόξανθος — η, ο / ὑπόξανθος, ον, ΝΑ [ξανθός] ο κάπως ξανθός, ξανθωπός … Dictionary of Greek
ὑπόξανθον — ὑπόξανθος yellowish masc/fem acc sg ὑπόξανθος yellowish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξάνθου — ὑπόξανθος yellowish masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξάνθους — ὑπόξανθος yellowish masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξάνθων — ὑπόξανθος yellowish masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόξανθα — ὑπόξανθος yellowish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόξανθοι — ὑπόξανθος yellowish masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek
κιρρός — κιρρός, ά, όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η… … Dictionary of Greek